υγειονομία

υγειονομία
[игиономиа] ουσ θ санитария.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υγειονομία" в других словарях:

  • υγειονομία — η, Ν δημόσια υπηρεσία που έχει ως έργο της τη φροντίδα τής υγιεινής κατάστασης τών πολιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγειονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • υγειονομία — η δημόσια υπηρεσία που φροντίζει για την υγεία του κοινού και παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλισή της, η υγειονομική υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… …   Dictionary of Greek

  • Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… …   Dictionary of Greek

  • υγειονομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία (βλ. λ.), που φροντίζει για την προστασία της υγείας των πολιτών: Υγειονομική επιτροπή. 2. το αρσ. ως ουσ., υγειονομικός υπάλληλος της υγειονομίας (βλ. λ.): Απεργία των υγειονομικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»